- κήξ
κήξ, κηκός, ἡ, ein Meervogel, auch κήϋξ u. καύηξ genannt, Seemöve; εἰναλίη Od. 15, 478, wo die Schol. es durch λάρος u. αἴϑυια erklären; vgl. noch Schol. Ar. Av. 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήξ, κηκός, ἡ, ein Meervogel, auch κήϋξ u. καύηξ genannt, Seemöve; εἰναλίη Od. 15, 478, wo die Schol. es durch λάρος u. αἴϑυια erklären; vgl. noch Schol. Ar. Av. 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κήξ — tern fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηξ — (I) κἠξ (Α) (δωρ. κράση) καὶ ἐξ. (II) κήξ, κηκός, ἡ (Α) βλ. καύαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καύαξ] … Dictionary of Greek
κἠξ — ἐξ , ἐκ from out of proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκός — κήξ tern fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆκα — κήξ tern fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆκες — κήξ tern fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καύαξ — καύαξ, ακος, ιων. τ. καύηξ, ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α) είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ ἐνθούπησε πεσοῡσ ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και… … Dictionary of Greek
κηκάζω — (Α) κακολογώ, βρίζω, ονειδίζω («κηκάζει λοιδορεῑ, χλευάζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk «περιγελώ, κοροϊδεύω» που είναι προϊόν ηχομιμήσεων (πρβλ. κήξ, καχάζω) και συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. huohōn «κοροϊδεύω», huoh… … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek
kā̆ u-, kē̆ u-, kū- — kā̆ u , kē̆ u , kū English meaning: to howl Deutsche Übersetzung: ,heulen” Note: onomatopoeic words, partly with anlaut. k, partly with k̂. Material: O.Ind. kü uti ‘shouts, howls”, Intens. kōkūyate ‘schreit, sounds, seufzt”… … Proto-Indo-European etymological dictionary