ζήτημα

ζήτημα

ζήτημα, τό, das Suchen, die Untersuchung; μητρός Eur. Ion 1352; περὶ νόμων, περὶ φύσεως, Plat. Legg. I, 630 c X, 891 c; Gegenstand der Untersuchung, Soph. O. R. 278.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζήτημα — that which is sought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζήτημα — το (AM ζήτημα) [ζητώ]·1. αυτό το οποίο ζητείται, το αντικείμενο τἡς έρευνας («οὐ ῥᾁδιον ζήτημα» δεν είναι πράγμα που βρίσκεται εύκολα, Ευρ.) 2. αιτία προστριβών, διαφορά, διένεξη («δημιουργεί ζητήματα εκ τού μηδενός» γεννά αφορμές για… …   Dictionary of Greek

  • ζήτημα — το, ατος 1. θέμα συζήτησης: Δεν καλύφθηκαν όλα τα ζητήματα κατά τη συνεδρίαση. 2. πρόβλημα: Το έκανες Ανατολικό ζήτημα. 3. ερώτημα: Στις εξετάσεις οι μαθητές είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν στα δύο από τα τρία ζητήματα. 4. η ουσία κάποιας… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

  • γλωσσικό ζήτημα — Βλ. λ. γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα) …   Dictionary of Greek

  • Ταβινάνο, ζήτημα του- — Τον Ιανουάριο του 1912 κατά τη διάρκεια του Ιταλοτουρκικού πολέμου, ιταλικό πολεμικό πλοίο κατέλαβε το γαλλικό ατμόπλοιο Ταβινάνο. Αμέσως τότε αμφισβητήθηκε, και από την Ιταλία και από τη Γαλλία, το ακριβές σημείο στο οποίο έγινε η κατάληψη. Η… …   Dictionary of Greek

  • ζήτημ' — ζήτημα , ζήτημα that which is sought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητημάτων — ζήτημα that which is sought neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητήμασι — ζήτημα that which is sought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζητήμασιν — ζήτημα that which is sought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”