- γήτειον
γήτειον, τό, schlechte Lesart γήτιον, att. = γήϑυον, Ar. Equ. 675 u. öfter; Alex. Poll. 6, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήτειον, τό, schlechte Lesart γήτιον, att. = γήϑυον, Ar. Equ. 675 u. öfter; Alex. Poll. 6, 66.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήτειον — γήτειον, το (Α) βλ. γήθυον … Dictionary of Greek
γήτειον — horn onion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γητείου — γήτειον horn onion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γητείων — γήτειον horn onion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γητείῳ — γήτειον horn onion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήτεια — γήτειον horn onion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήθυον — και γῆθυ και γήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γηθυλλίς] … Dictionary of Greek
γηθυλλίς — και δωρ. τ. γαθυλλίς, η (Α) είδος πράσου, αμπελόπρασο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. γηθυλλίς θεωρήθηκε σύνθετη (γηθυλλίς) και ερμηνεύτηκε ως «σάκος χώματος» (πρβλ. θύλαξ) καθώς και η λ. γήθυον (γη + *θύον «σάκος»). Ίσως όμως θα ήταν προτιμότερο … Dictionary of Greek
κρομμυογήτειον — κρομμυογήτειον, το (Α) είδος πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + γήτειον «είδος πράσου»] … Dictionary of Greek
γηθύοις — γήθυον neut dat pl γήτειον horn onion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηθύου — γήθυον neut gen sg γήτειον horn onion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)