- εἶτεν
εἶτεν, ion. = εἶτα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἶτεν, ion. = εἶτα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
είτα — (AM εἶτα, Α και ιων. τ. εἶτεν) έπειτα, ύστερα, μετά απ αυτά μσν. (με το και ως σύνδ.) έτσι και αρχ. 1. αμέσως τώρα, μετά από λίγο 2. (σε λογική ακολουθία σε ερώτηση ή αναφώνηση, οπότε εκφράζει απορία, έκπληξη, περιφρόνηση, αγανάκτηση κ.λπ.) και… … Dictionary of Greek