γήρῡμα

γήρῡμα

γήρῡμα, τό, Stimme, Ton, Aesch. Eum. 539; plur., Plut. soi. an. 19 von Thieren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γήρυμα — γήρυμα, το (Α) [γηρύω] ήχος, φωνή …   Dictionary of Greek

  • γήρυμα — γήρῡμα , γήρυμα sound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β …   Dictionary of Greek

  • γηρυμάτων — γηρῡμάτων , γήρυμα sound neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηρύμασιν — γηρύ̱μασιν , γήρυμα sound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηρύματα — γηρύ̱ματα , γήρυμα sound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”