- γήρειον
γήρειον, τό, die Federkrone auf dem reisenden Saamen einiger Pflanzen, Arat. 921; Nic. Al. 126. S. πάππος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρειον, τό, die Federkrone auf dem reisenden Saamen einiger Pflanzen, Arat. 921; Nic. Al. 126. S. πάππος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γήρειον — thistledown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηρείῳ — γήρειον thistledown neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γήρεια — γήρειον thistledown neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek