- εὶρωνευτής
εὶρωνευτής, ὁ, = εἴρων, Tim. bei D. L. 2, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὶρωνευτής, ὁ, = εἴρων, Tim. bei D. L. 2, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰρωνευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρωνευτής — ο (θηλ. ειρωνεύτρια και ειρωνεύτρα, η) (Α εἰρωνευτής) ο είρωνας … Dictionary of Greek