- κώϊον
κώϊον, zsgzgn κῷον, τό, sc. ἱμάτιον, von der Insel Kos benanntes dünnes, florartig durchsichtiges Zeug.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κώϊον, zsgzgn κῷον, τό, sc. ἱμάτιον, von der Insel Kos benanntes dünnes, florartig durchsichtiges Zeug.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κῶιον — Κῷον , Κῷος of masc acc sg Κῷον , Κῷος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώιον — Κῷον of neut nom/voc/acc sg Κῷος of masc acc sg Κῷος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 … Dictionary of Greek
keu-1, skeu-, lengthened grade kēu- — keu 1, skeu , lengthened grade kēu English meaning: to notice, observe, feel; to hear Deutsche Übersetzung: “worauf achten (beobachten, schauen)”, dann “hören, fũhlen, merken” Note: heavy basis kou̯ǝ ; s extension keu s ; about… … Proto-Indo-European etymological dictionary