εἰωθότως, gewohntermaßen; Soph. El. 1448 Plat. Conv. 218 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰωθότως — in customary wise indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειωθότος — εἰωθότως (Α) (επίρρ) με τον συνηθισμένο τρόπο … Dictionary of Greek