- ζώ-φυτος
ζώ-φυτος, Leben ernährend, belebend, αἷμα Aesch. Suppl. 837; Pflanzen hervorbringend, fruchtbar, γῆ Plut. Rom. 20. – Auch = ζωόφυτον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζώ-φυτος, Leben ernährend, belebend, αἷμα Aesch. Suppl. 837; Pflanzen hervorbringend, fruchtbar, γῆ Plut. Rom. 20. – Auch = ζωόφυτον, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ … Dictionary of Greek
φυτήν — φυτός shaped by nature fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάφυτος — η, ο (Α κατάφυτος, ον) (για τόπους) γεμάτος φυτά ή φυτείες, πυκνοφυτεμένος αρχ. φυτευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. έμ φυτος, σύμ φυτος] … Dictionary of Greek
λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] … Dictionary of Greek
εύφυτος — εὔφυτος, ον (Α) ο φυτεμένος καλά, πυκνά («εὔφυτοι γήλοφοι», Πολυδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ φυτος, κατά φυτος] … Dictionary of Greek
ζωόφυτος — και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.) 2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» τα φυτά, Στοβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ … Dictionary of Greek
θαμνόφυτος — η, ο κατάφυτος από θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. δασό φυτος, πευκό φυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
καλλίφυτος — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 1.083 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 7 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας. * * * καλλίφυτος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει ωραιότητα κατά τη… … Dictionary of Greek
οδοντόφυτος — ὀδοντόφυτος, ον (Α) οδοντοφυής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυτός (< φύομαι), πρβλ. ζωό φυτος, ριζό φυτος] … Dictionary of Greek
ομόφυτος — ὁμόφυτος, ον (Α) αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό φυτος] … Dictionary of Greek
ορεσσίφυτος — ὀρεσσίφυτος, ον (Α) αυτός που φύεται στα όρη, που φυτρώνει στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. οινό φυτος] … Dictionary of Greek