- πυρέττω
πυρέττω, att. statt πυρέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρέττω, att. statt πυρέσσω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρέττω — Α (αττ. τ.) βλ. πυρέσσω … Dictionary of Greek
πυρέττω — πυρέσσω to be feverish pres subj act 1st sg (attic) πυρέσσω to be feverish pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρέσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. πυρέττω Α [πυρετός] έχω πυρετό … Dictionary of Greek