- ζᾱτρεύω
ζᾱτρεύω, dor. = ζητέω, ζητρεῖον, ζητρεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζᾱτρεύω, dor. = ζητέω, ζητρεῖον, ζητρεύω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζητρεύω — ζητρεύω, δωρ. τ. ζατρεύω (Α) [ζητρός] βασανίζω, τιμωρώ κάποιον με καταναγκαστικά έργα σε μύλο … Dictionary of Greek