- εἰσάμην
εἰσάμην, aor. I med. zu εἶμι, Il. 13, 191; sonst zu εἴδομαι, ich erschien, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰσάμην, aor. I med. zu εἶμι, Il. 13, 191; sonst zu εἴδομαι, ich erschien, Hom.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… … Dictionary of Greek
είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… … Dictionary of Greek