- πυρ-άμη
πυρ-άμη, ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρ-άμη, ἡ, = ἄμη, Feuereimer, Erkl. der Schol. Ar. Pax 299. 426, neugriechisch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυράμη — η, ΝΑ, και πυράμμη Α νεοελλ. σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος αρχ. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»] … Dictionary of Greek
VATILLUM — quod aliis Batillum minus recte, uti docet vetus Horatii Interpres, qui Vatillum diminuitvum ait esse a vase, quasi vas parvum, in quo odores incendebantur. Graecis ἄμη, quae vox cum duas res significaret apud illos, et instrumentum fossorium,… … Hofmann J. Lexicon universale