- εἰς-αΐω
εἰς-αΐω (s. ἀΐω), p. = εἰςακούω; absol., Rhian. bei Schol. Ap. Rh. 3, 1. 3, 145; φωνᾶς Theocr. 7, 88; a. D.; ὕμνον Καλλιόπης Ep. ad. 521 (IX, 189); κρατερῶνσύνϑημα λοχαγῶν Opp. Cvn. 1, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-αΐω (s. ἀΐω), p. = εἰςακούω; absol., Rhian. bei Schol. Ap. Rh. 3, 1. 3, 145; φωνᾶς Theocr. 7, 88; a. D.; ὕμνον Καλλιόπης Ep. ad. 521 (IX, 189); κρατερῶνσύνϑημα λοχαγῶν Opp. Cvn. 1, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… … Dictionary of Greek