- εἰς-θρώσκω
εἰς-θρώσκω (s. ϑρώσκω), hineinspringen; Il. 12, 462; δόμον, ins Haus, Aesch. Spt. 436; Sp., wie Ael. H. A. 14, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-θρώσκω (s. ϑρώσκω), hineinspringen; Il. 12, 462; δόμον, ins Haus, Aesch. Spt. 436; Sp., wie Ael. H. A. 14, 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek