- εἰς-ορμίζω
εἰς-ορμίζω, in den Hafen bringen; εἰςορμισϑέντες Xen. Vectig. 3, 1; sonst med., in den Hafen einlaufen, Plut. Cim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-ορμίζω, in den Hafen bringen; εἰςορμισϑέντες Xen. Vectig. 3, 1; sonst med., in den Hafen einlaufen, Plut. Cim. 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθορμίζω — (Α καθορμίζω) 1. οδηγώ πλοίο από το πέλαγος σε λιμάνι για αγκυροβολία, ελλιμενίζω, αγκυροβολώ, αράζω («καθώρμισαν πρός τι πολισμάτιον», Πολ.) 2. μέσ. καθορμίζομαι (για πλοία και κυβερνήτες) έρχομαι στο λιμάνι για αγκυροβολία, προσορμίζομαι («ἐς… … Dictionary of Greek
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek