- εἰς-ανᾱλίσκω
εἰς-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), darauf verwenden, εἴς τι, Antiphan. bei Ath. III, 104 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), darauf verwenden, εἴς τι, Antiphan. bei Ath. III, 104 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… … Dictionary of Greek