- εἰς-νέομαι
εἰς-νέομαι, hineingehen, in tmesi, Ant. Th. 19 (IX, 59).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-νέομαι, hineingehen, in tmesi, Ant. Th. 19 (IX, 59).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek