εἰς-ανα-βαίνω

εἰς-ανα-βαίνω

εἰς-ανα-βαίνω (s. βαίνω), hinauf- u. hineinsteigen, -gehen; Ἴλιον, ὑπερῷον, Il. 6, 74 Od. 16, 449; ὅτε Ἴλιον εἰςανέβαινον Ἀργεῖοι 2, 172, nach Ilios hinauszogen; λέχος Il. 8, 291; Soph. O. R. 876, l. d.; Orac. bei Her. 1, 65; sp. D., bes. οὐρανόν, wie εἰςάνειμι, Ap. Rh. 1, 985 Qu. Sm. 7, 253.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”