εἰς-βιάζομαι

εἰς-βιάζομαι

εἰς-βιάζομαι, mit Gewalt hineindringen; εἰς τοὺς οἴκους Plut. Num. 1; ὢν οὐκ ἀστὸς εἰςβιάζεται, drängt er sich ein, Ar. Av. 32; vgl. Dem. 39, 33, wo ein inf. dabeisteht; πρός τινα , D. Sic. 14, 9; ἐπὶ τὸν Βόσπορον D. C. 42, 17; παρὰ τὴν ϑύραν als einen auf der Bühne üblichen Ausdruck erwähnt Luc. Nigr. 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”