εἰς-αγείρω

εἰς-αγείρω

εἰς-αγείρω (s. ἀγείρω), hineinversammeln; ἐς δ' ἐρέτας ἀγείρομεν Il. 1, 142; med., sich darin versammeln, ϑοῶς δ' ἐςαγείρετο λαός Od. 14, 248; übertr., νέον δ' ἐςαγείρετο ϑυμόν, faßte sich wieder, kam wieder zur Besinnung, Il. 15, 240. 21, 417 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 634.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”