- εἰς-κομιδή
εἰς-κομιδή, ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-κομιδή, ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
στενοκομιδή — ἡ, Α 1. πενιχρή συγκομιδή 2. (κατ επέκτ.) οικονομική δυσχέρεια («πάνυ τὴν κώμην ἡμῶν εἰς στενοκομιδὴν ἐλθεῑν», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + κομιδή (< κομίζω)] … Dictionary of Greek