- εἰς-κλύζω
εἰς-κλύζω, hineinspülen, Strab. 5, 1, 7, jetzt in ἐκκλύζω geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-κλύζω, hineinspülen, Strab. 5, 1, 7, jetzt in ἐκκλύζω geändert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek