- εἰς-κηρύττω
εἰς-κηρύττω, durch den Herold hereinrufen, vorladen, Ar. Ach. 135; bes. zum Wettkampf, Soph. El. 680; D. Cass. 61, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-κηρύττω, durch den Herold hereinrufen, vorladen, Ar. Ach. 135; bes. zum Wettkampf, Soph. El. 680; D. Cass. 61, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηρύσσω — και κηρύττω (ΑΜ κηρύσσω, Α αττ. τ. κηρύττω, δωρ. τ. καρύσσω) [κήρυξ] 1. γνωστοποιώ μεγαλοφώνως κάτι στο πλήθος ως κήρυκας, καλώ, συγκαλώ («κέλευσε κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Αχαιούς», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι επίσημα γνωστό, δηλώνω, διαλαλώ,… … Dictionary of Greek