- εἰς-κρίνω
εἰς-κρίνω (s. κρίνω), hinein, zu Etwas auswählen? – hineinbringen, VLL. εἰςχωρίζειν. Dah. pass. = hineinkommen, Poll. 2, 76; Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-κρίνω (s. κρίνω), hinein, zu Etwas auswählen? – hineinbringen, VLL. εἰςχωρίζειν. Dah. pass. = hineinkommen, Poll. 2, 76; Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
συγκρίνω — ΝΜΑ [κρίνω] 1. παραβάλλω δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα εξετάζοντας τις μεταξύ τους ομοιότητες ή διαφορές, αντιπαραθέτω, παραλληλίζω 2. μέσ. συγκρίνομαι παραβάλλω τον εαυτό μου με άλλον, παραβγαίνω («δεν συγκρίνεται» δεν επιδέχεται σύγκριση … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
κριτήριο — το (AM κριτήριον) [κριτήρ] 1. μέτρο ή γνώμονας κρίσης (α. «επιλογή με κομματικά κριτήρια» β. «αξιολόγησε το έργο της με υποκειμενικά και αντιεπιστημονικά κριτήρια» γ. «χρόνου είναι μέτρον και κριτήριον τάχους», Ζήν.) 2. τόπος όπου εδρεύει ο… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek