- εἰς-ερπύζω
εἰς-ερπύζω, hineinkriechen, im aor., εἴς τι, Plut. Cleom. 8, wie Ael. H. A. 12, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-ερπύζω, hineinkriechen, im aor., εἴς τι, Plut. Cleom. 8, wie Ael. H. A. 12, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek