- εἰς-ιππεύω
εἰς-ιππεύω, hineinreiten; εἰς τὴν πόλιν D. Sic. 17, 12; a. Sp.; abs., D. C. 44, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-ιππεύω, hineinreiten; εἰς τὴν πόλιν D. Sic. 17, 12; a. Sp.; abs., D. C. 44, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek