- εἰς-αυγάζω
εἰς-αυγάζω, ansehen, τί, Diot. 1 (V, 106).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-αυγάζω, ansehen, τί, Diot. 1 (V, 106).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek