εἰς-αράσσω

εἰς-αράσσω

εἰς-αράσσω, hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐσκαταρραγέντα — εἰς , κατά ἀράσσω smite aor part pass neut nom/voc/acc pl εἰς , κατά ἀράσσω smite aor part pass masc acc sg εἰς , κατά ῥάσσω strike aor part pass neut nom/voc/acc pl εἰς , κατά ῥάσσω strike aor part pass masc acc sg εἰσ καταρράσσω aor part pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

  • προσαράζω — προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α [αράζω / ἀράσσω] (για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.) μσν. αρχ. ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”