εἰς-απο-βαίνω

εἰς-απο-βαίνω

εἰς-απο-βαίνω (s. βαίνω), aussteigen u. hineingehen; νήσους Ap. Rh. 4, 650; ἐκ δὲ τόϑεν Ῥοδανοῖο ῥόον εἰςαπέβησαν 4, 627.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • προάγω — ΝΜΑ [άγω] 1. οδηγώ κάποιον προς τα εμπρός, προπορευόμενος οδηγώ κάποιον κάπου («καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὅν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς», ΚΔ) 2. ενεργώ ώστε να προοδεύσει κάποιος ή κάτι, να βελτιωθεί, να αναπτυχθεί (α. «χρέος μας είναι να… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • μεταβαίνω — (ΑM μεταβαίνω) [βαίνω] 1. πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, μετατοπίζομαι («μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.) 2. (στον λόγο) μεταπηδώ από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα (α. «μεταβαίνουμε στη συζήτηση τού επόμενου θέματος» β. «μετάβηθι καὶ… …   Dictionary of Greek

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • εγγύς — επίρρ. (AM ἐγγύς) 1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση 2. (για χρόνο) κοντά 3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω 4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως 5. οι εγγύς οι συγγενείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με… …   Dictionary of Greek

  • υποβαίνω — ΜΑ [βαίνω] (με γεν.) είμαι υποδεέστερος, είμαι κατώτερος (α. «τὰ ὑπ αὐτοῡ [ενν. τοῡ Χριστοῡ] γεγονότα, ὑποβεβηκότα δὲ τὴν αὑτοῡ θεότητα», Επιφάν. β. «oἱ [ενν. θνητοί] τῶν ἡρώων ὑποβαίνουσι», Ιεροκλ.) αρχ. 1. στέκομαι από κάτω, στηρίζω («τὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”