- εἰς-όδιος
εἰς-όδιος, den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰςόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰςόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-όδιος, den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰςόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰςόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek