- εἰς-όψομαι
εἰς-όψομαι, fut. zu εἰςοράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-όψομαι, fut. zu εἰςοράω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
νέωτα — (Α) επίρρ. (συν. στη φρ.) «εἰς νέωτα» και «είς νέωτα» τον επόμενο χρόνο («εἰς νέωτα πολλῶν καὶ καλῶν πάλιν σοι πλήρης ἡ πόλις ἔσται», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τού νέος και ενός τ. τής λ. ἔτος* (πρβλ. πέρυσι). Μερικοί… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
око — I око II мера веса в три фунта , южн., укр. око – то же. Заимств. из араб. тур. okka – то же; см. Литтман 90; Локоч 127 и сл.; Преобр. I, 643. Среднего рода – под влиянием око I. II око род. п. а I глаз ; поэт., мн. очи, укр. око, др. русск. око … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера