- εἰς-όπιν
εἰς-όπιν, nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-όπιν, nachher, in der Folge, χρόνου Aesch. Suppl. 612.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek