εἰς-φοιτάω

εἰς-φοιτάω

εἰς-φοιτάω, oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰςπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”