- πυρο-γενής
πυρο-γενής, ές, = πυριγενής, Bacchus, Auson.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρο-γενής, ές, = πυριγενής, Bacchus, Auson.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηνογενής — κτηνογενής, ές (Μ) αυτός που γεννήθηκε από κτήνος, από ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + γενής (< γένος), πρβλ. πυρο γενής, σεισμο γενής] … Dictionary of Greek