- εἰς-τιτρώσκω
εἰς-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), hineinbohren, Med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-τιτρώσκω (s. τιτρώσκω), hineinbohren, Med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… … Dictionary of Greek