εἰς-τρέφω

εἰς-τρέφω

εἰς-τρέφω, zu Etwas aufziehen, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω …   Dictionary of Greek

  • περικομίζω — Α 1. κομίζω κάτι ολόγυρα, περιφέρω 2. συντηρώ τρέφω 3. παθ. περικομίζομαι (για πλοία) περιπλέω («ἅς έπλήρωσαν εἰς τὸν Ὑλλαϊκόν λιμένα, ἐν ὅσῳ περιεκομίζοντο», Βάο.) …   Dictionary of Greek

  • πολυτραφής — ές, Α (για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*, πρβλ. ἐ τράφ ην), πρβλ. ευ τραφής] …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”