εἰς-πίφρημι

εἰς-πίφρημι

εἰς-πίφρημι, inf. εἰςπιφράναι, Arist. H. A. 5, 6, einlassen, einschließen, vulg. εἰςαφιέναι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίφρημι — Α (αμάρτυρος τ. ενεστ.) 1. (μτβ.) εισάγω ή εξάγω κάτι 2. (αμτβ.) εισέρχομαι ή εξέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά συνήθως στον αόρ. και μέλλ., σπανίως στον ενεστ. (πρβλ. απρμφ. πιφράναι, ἐσ πιφράναι) και πάντοτε σύνθ. με προθέσεις: εἰς, ἐκ, διά, ἀπὸ …   Dictionary of Greek

  • φρέω — Α (μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”