- εἰς-πορίζω
εἰς-πορίζω, vulg. l. Isocr. 5, 121, wo Bekker das simplex hergestellt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-πορίζω, vulg. l. Isocr. 5, 121, wo Bekker das simplex hergestellt hat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek