- εἰς-πράκτωρ
εἰς-πράκτωρ, ορος, ὁ, der Eintreiber, Einnehmer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εἰς-πράκτωρ, ορος, ὁ, der Eintreiber, Einnehmer, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek