ζώς

ζώς

ζώς,


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζως — ζώς και ζῶς, ζών και ζῶν (Α) (σπανιότ. τ. αντί ζωός), ζωντανός …   Dictionary of Greek

  • ζώς — ζώ̆ς , ζώς alive adverbial ζώ̆ς , ζώς alive masc/fem nom pl ζώ̆ς , ζώς alive masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῷς — ζάω pres opt act 2nd sg ζώς alive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῴ — ζώς alive masc/fem nom/voc pl ζῴ̆ , ζώς alive masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίζως — ἡμίζως, ὁ (Α) ἡμίζωος, μισοζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζως (< ζωή), πρβλ. αυτό ζως, δί ζως] …   Dictionary of Greek

  • ζών — ζώ̆ν , ζώς alive masc/fem/neut gen pl ζώ̆ν , ζώς alive masc/fem acc sg ζώ̆ν , ζώς alive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώ — ζώ̆ , ζώς alive masc/fem/neut nom/voc/acc dual ζώ̆ , ζώς alive masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείζωος — ἀείζωος, ον και συνηρ. ζως, ων (AM) αυτός που ζει, που υπάρχει αιώνια, αθάνατος, άφθαρτος, διαρκής, αιώνιος αρχ. 1. (για φυτά) αειθαλής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀείζωον γένος φυτών που ταυτίζεται με το σημερινό γένος Σεμπερβίβο (Sempervivum) ἀείζωον …   Dictionary of Greek

  • αυτόζως — αὐτόζως, ων (Α) [ζως]·αυτός που έχει δική του ζωή, που υπάρχει αυτοτελώς …   Dictionary of Greek

  • δίζως — δίζως, ο (Α) (για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + ζως, παράλληλος τ. του ζωός*] …   Dictionary of Greek

  • ζωός — ζωός, ή, όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) [ζω] ζωντανός («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”