κᾱρῑδάριον

κᾱρῑδάριον

κᾱρῑδάριον, τό, dim. von καρίς, Anaxandrid. bei Ath. III, 105 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καριδάριον — καριδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) μικρή γαρίδα, γαριδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • καριδάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καριδαρίοις — καριδάριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”