- κᾱρίς
κᾱρίς, ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κᾱρίς, ῖδος, ἡ, auch ίδος, bes. att., ein kleiner länglicher Seekrebs, Squillenkrebs; Ath. III, 105 mit Beispielen aus den Comic.; Ar. Vesp. 1522, wo ι kurz ist; vgl. Lob. zu Phryn. p. 171.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρίς — και δωρ. τ. κουρίς ή κωρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. μορφή τού κάραβος «καραβίδα», οπότε οι τ. κωρίς και κουρίς μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. σύνδεση με … Dictionary of Greek
καρίς — κᾱρίς , καρίς shrimp (Crangon fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Нектокарис — ? † Nectocaris pteryx … Википедия
CARIA — nunc Aldinelli, regio minoris Asiae inter Lyciam nunc Mesenteli, et Ioniam Strabo eam a Boreâ Maeandri flumine clausit, ab occidente Icariô, et Myrtoô pelagô, a meridie rhodiensi, ab ortu Lyciis, et aliis gentibus, magnamque Tauri montis partem… … Hofmann J. Lexicon universale
καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
καριδάριον — καριδάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) μικρή γαρίδα, γαριδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. κυν άριον, παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
Nectocaris — pteryx Temporal range: Middle Cambrian, 505 Ma … Wikipedia
Anomalocaridid — Temporal range: Cambrian Stage 3–Devonian[1][2] … Wikipedia
Anomalocarididae — Rekonstruktion von Laggania cambria Zeitraum Kambrium bis Devon 540 bis 400 Mio. Jahre Fundorte Nordamerika … Deutsch Wikipedia
SQUILLA — I. SQUILLA campanula cum manubtio, quae in Romana Ecclesia, ad elevationem Sacramenti, ideo pulsatur, ut orationem exciter. Vide Durand. Rational. l. 14. c. 41. ubi inter alia ait: Et propter causam eandem, Squilla pulsatur, dum corpus Christi ad … Hofmann J. Lexicon universale
γαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων καρκινοειδών της τάξης των δεκάποδων μακρόουρων. Έχουν σώμα πεπλατυσμένο στα πλευρά και μακριά πόδια μεταπλασμένα σε όργανα πλεύσης· γι’ αυτό λέγονται και μακρόουρα κολυμβητικά, αντίθετα από τις καραβίδες, τις… … Dictionary of Greek