εἰρηναῖον

εἰρηναῖον

εἰρηναῖον, τό, Friedenstempel, D. Cass. 72, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἰρηναῖον — εἰρηναῖος peaceful masc acc sg εἰρηναῖος peaceful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εἰρήναιον — Εἰρήναῑον , Εἰρηναῖος peaceful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • Ακοίμητοι — Μοναχική αδελφότητα στο Βυζάντιο, της οποίας τα μέλη ονομάστηκαν έτσι επειδή στα κοινόβιά τους τελούσαν τη θεία λειτουργία –χωρισμένοι σε ομίλους– μέρα και νύχτα χωρίς καμιά διακοπή. Ιδρυτής της αδελφότητας, η οποία ήταν τριεθνής και τρίγλωσση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”