εἰρηνεύω — bring to peace pres subj act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειρηνεύω — ειρηνεύω, ειρήνευσα και ειρήνεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ειρηνεύω — (AM εἰρηνεύω) 1. αποκαθιστώ την ειρήνη, συμφιλιώνω τους αντιπάλους 2. καταπαύω εξέγερση, επιτυγχάνω ή επιβάλλω την ειρήνη 3. παύω να είμαι σε εμπόλεμη κατάσταση, συνδιαλλάσσομαι μσν. νεοελλ. καθησυχάζω (με χάδια, γλυκά λόγια κ.λπ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰρηνεύετε — εἰρηνεύω bring to peace pres imperat act 2nd pl εἰρηνεύω bring to peace pres ind act 2nd pl εἰρηνεύω bring to peace imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνεύσουσι — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 3rd pl (epic) εἰρηνεύω bring to peace fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνεύσουσιν — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 3rd pl (epic) εἰρηνεύω bring to peace fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνεύσω — εἰρηνεύω bring to peace aor subj act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace fut ind act 1st sg εἰρηνεύω bring to peace aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνεύῃ — εἰρηνεύω bring to peace pres subj mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres ind mp 2nd sg εἰρηνεύω bring to peace pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνευομένων — εἰρηνεύω bring to peace pres part mp fem gen pl εἰρηνεύω bring to peace pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰρηνευσάντων — εἰρηνεύω bring to peace aor part act masc/neut gen pl εἰρηνεύω bring to peace aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)