- κᾱραβο-ειδής
κᾱραβο-ειδής, ές, dem κάραβος ähnlich, Arist. part. anim. 4, 5 H. A. 8, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κᾱραβο-ειδής, ές, dem κάραβος ähnlich, Arist. part. anim. 4, 5 H. A. 8, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καραβοειδής — καραβοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με κάραβο* («τελευτᾷ δὲ τοῡτο τοῑς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek