πυρο-στάτης

πυρο-στάτης

πυρο-στάτης, ὁ, = πυριστάτης, Schol. Soph. Ai. 1389.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θολοστάτης — ο ο τοίχος στον οποίο στηρίζεται ο θόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + στάτης < ίστημι (πρβλ. πυρο στάτης, φανο στάτης)] …   Dictionary of Greek

  • υδροστάτης — ο / ὑδροστάτης, ΝΑ τοπογραφικό χωροσταθμικό όργανο που βασίζεται στην αρχή τών συγκοινωνούντων δοχείων και με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η υψομετρική διαφορά δύο σημείων τού εδάφους, αλλ. υδροστάθμη μσν. είδος πυροσβεστικής αντλίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • χοροστάτης — και δωρ. τ. χοροστάτας, ό, θηλ. χοροστάτις, ιδος, Α αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι), πρβλ. πυρο στάτης] …   Dictionary of Greek

  • πυροστάτης — ο, ΝΜΑ, και πυριστάτης Α η πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο / πυρι (βλ. λ, πυρ) + στάτης (< ἵστημι), πρβλ. νευρο στάτης, χορο στάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”