- εὖ-ηχής
εὖ-ηχής, ές, schönklingend; ὕμνος εὐηχής Pind. P. 2, 14; ὑμέναιος Callim. Del. 296; Sp., wie Plut. def. orac. 50. Vgl. auch εὐήκης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὖ-ηχής, ές, schönklingend; ὕμνος εὐηχής Pind. P. 2, 14; ὑμέναιος Callim. Del. 296; Sp., wie Plut. def. orac. 50. Vgl. auch εὐήκης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἠχῆς — ἠχέω sound pres ind act 2nd sg (doric) ἠχή sound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύηχος — η, ο (ΑΜ εὔηχος, ον) 1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ) 2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.). επίρρ... εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα) 1. με εύηχο τρόπο, με… … Dictionary of Greek
ηχή — ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą) 1. ήχος, θόρυβος, βοή 2. θρόισμα 3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού 4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου 5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
θεοηχής — θεοηχής, ές (Μ) ο γεμάτος από τον ήχο τής φωνής τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ηχής (< ηχή), πρβλ. δυσ ηχής, υψ ηχής] … Dictionary of Greek
κακοηχής — κακοηχής, ές (Α) αυτός που έχει κακό, δυσάρεστο ήχο, κακόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, πολυ ηχής] … Dictionary of Greek
κατηχής — και δωρ. τ. καταχής ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηχής (< ἠχή), πρβλ. απ ηχής, προσ ηχής] … Dictionary of Greek
λιγυηχής — λιγυηχής, ποιητ. τ. λιγυαχής, ές (Α) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + ηχής (< ἦχος), πρβλ. γλυκυ ηχής, οξυ ηχής] … Dictionary of Greek
οξυηχής — ὀξυηχής, ές (Α) οξύηχος*, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ ηχής] … Dictionary of Greek
περιηχής — ές, Α αυτός που αντηχεί ολόγυρα, ηχηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ηχής (< ἠχή), πρβλ. υψ ηχής] … Dictionary of Greek
πολυηχής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για άνεμο) θορυβώδης 2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων,… … Dictionary of Greek
τανυηχής — και δωρ. τ. τανυαχής, ές, Α αυτός που ηχεί σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ηχής (< ἠχή «ήχος»), πρβλ. πολυ ηχής. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek