εὖνάστειρα

εὖνάστειρα

εὖνάστειρα, , fem. zum Folgdn, πρόποσις Galen., Schlaftrunk.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”